Κηφίσιος

Κηφίσιος
(5ος-4ος αι. π.Χ.). Αθηναίος δημαγωγός. Το 399 π.Χ. δωροδοκήθηκε από τον Καλλία και μήνυσε τον ρήτορα Ανδοκίδη, με την κατηγορία πως συμμετείχε παράνομα στα Ελευσίνια μυστήρια. Επειδή η κατηγορία του δεν συγκέντρωσε τον απαιτούμενο αριθμό ψήφων των δικαστών, ο Κ. καταδικάστηκε σε ατιμία.
* * *
Κηφίσιος, δωρ. τ. Καφίσιος, -ία, -ον (Α) [Κηφισός]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Κηφισό
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ Κηφίσιος (ενν. μήν)
ονομασία ενός μήνα στην Κω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Κηφίσιος — masc nom sg Κηφίσιος masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κηφίσιον — Κηφίσιος masc acc sg Κηφίσιος neut nom/voc/acc sg Κηφίσιος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κηφισίου — Κηφίσιος masc/neut gen sg Κηφίσιος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κηφισίῳ — Κηφίσιος masc/neut dat sg Κηφίσιος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κηφισίαν — Κηφισίᾱν , Κηφίσιος fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”